φράντζα

φράντζα
η лента с бахромой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φράντζα" в других словарях:

  • φράντζα — η, Ν 1. ταινία με κρόσια 2. τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frangia] …   Dictionary of Greek

  • φράντζα — η (λ. ιταλ.) 1. κροσσωτό συνήθως σιρίτι, είδος κορδονιού, πασμαντερί. 2. τούφα μαλλιών που πέφτει σε όλο το μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταινιόπλεγμα — το, Ν διακοσμητικό πλέγμα από ταινίες, αλλ. φράντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πλέγμα. Η λ., στον πληθ. ταινιοπλέγματα, μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»